- συνδιαλλακτικός
- [сющиаллакгикос] επ примирительный.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
συνδιαλλακτικός — και συνδιαλλαχτικός, ή, ό, Ν 1. ο κατάλληλος για συνδιαλλαγή, συμβιβαστικός 2. φρ. «συνδιαλλακτικές επιτροπές» επιτροπές που ιδρύονται από κράτη ή διεθνείς οργανισμούς με σκοπό την εξεύρεση λύσης ενός διεθνούς προβλήματος. επίρρ...… … Dictionary of Greek
συνδιαλλακτικός — ή, ό συμφιλιωτικός: Έπαιξε ρόλο συνδιαλλακτικό ανάμεσα στα αντιμαχόμενα μέρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)